- οροιβάδες
- ὀρειβάδες (Α)(κατά τον Ησύχ.) «αἱ αἶγες».[ΕΤΥΜΟΛ. < οροι- (βλ. λ. όρος [II]) + -βάς, -βάδος (< βαίνω)βλ. και λ. οροβάδων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek